- αμανετζής
- ο исполнитель амане
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμανετζής — ο πληθ. ήδες, θηλ. ού αυτός που τραγουδά αμανέδες ή οποιοδήποτε τραγούδι το τραγουδά σαν αμανέ: Πίστευε πως ήταν μεγάλος καλλιτέχνης ο μέτριος αυτός αμανετζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμανετζής — ο (θηλ. ού) αυτός που τραγουδά αμανέδες (ευκαιριακά ή κατ’ επάγγελμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. emanetci] … Dictionary of Greek